αδευκής

αδευκής
ἀδευκής, -ές (Α)
1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός
2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από - στερητ. + δεῦκος, το = το γλεύκος «μούστος, γλυκός χυμός σταφυλιού» (πρβλ. και δευκής «γλυκύς» στον Νίκανδρο). Η σημ. (2) αντιθέτως οδηγεί στο μαρτυρούμενο από τον Ησύχιο ρ. δεύκω «βλέπω»: -δευκής < - στερητ. + δεύκω. Τέλος, επειδή πάλι στον Ησύχιο μαρτυρείται και δεύκω με σημ. «φροντίζω», το -δευκής θα μπορούσε να προέρχεται από αυτό το δεύκω, οπότε θα εσήμαινε τον «άφροντι, αδιάφορο», σημασία στην οποία θα συνηγορούσε το επίρρ. ἐν-δυκ-έως «πρόθυμα, με ενδιαφέρον, με φροντίδα» (πρβλ. και τα κύρια ονόματα Πολυδεύκης και πιθ. Δευκ-α-λίων, αν το δεύτερο δεν προήλθε ανομοιωτικά από αρχ. τύπο *Λευκαλίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδευκής — not sweet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκῆ — ἀδευκής not sweet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδευκής not sweet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδευκής not sweet masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκεῖ — ἀδευκής not sweet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀδευκής not sweet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκέα — ἀδευκής not sweet neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀδευκής not sweet masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκές — ἀδευκής not sweet masc/fem voc sg ἀδευκής not sweet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκέας — ἀδευκής not sweet masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκέες — ἀδευκής not sweet masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδευκέος — ἀδευκής not sweet masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευκής — δευκής, ές (Α) γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ απόσπαση από το αδευκής*] …   Dictionary of Greek

  • δεύκος — δεῡκος ( ους), το (Α) το γλεύκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. πλασμένη από τους Σχολιαστές (βλ. και λ. αδευκής), παράλληλος τ. τού δευκής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”